-
1 οὐφίδρωμα
οὐφίδρωμα· τοῦ σάγματος ἡ πρὸς τῇ πλευρᾷ διφθέρα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐφίδρωμα
См. также в других словарях:
ουφίδρωμα — οὐφίδρωμα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σάγματος ἡ πρὸς τῇ πλευρᾷ διφθέρα» … Dictionary of Greek